Αετός απάνω απ’ τα Θραύσματα, η Εικόνα θολή και ο Ήχος Φυσίγγια χωμένα στο Χώμα, από Χιόνι Λαγούμι θα φτιάξουμε. Συμπλέγματα κάποιου και Ύπνος πολλών στέλνουν Νιάτα Αποχαιρετισμό μ’ ένα Φτυάρι στην Τσέπη του δήμιου, Χαλίκι χτυπά τόσα μέτωπα κι είναι Στερνή η Επίκληση, πού; Στο Χαλί του δικτάτορα; Στα Τανκς των δημίων; Η Σκόνη, η Ομίχλη, το Αίμα από πού θα γλιτώσουν; Βολή Αναμνηστική, σαν Ρολόι μέρα χτυπά, χίλιοι Τύμβοι ορύττονται: Σόλες παιδιών και παντόφλες γερόντων. Ανασαίνω όταν Τηλεοπτικά πανηγύρια μού στέκονται μες στο λαιμό. Στη Ζέστα και μες στη βολή μου, μα Στρέφω το βλέμμα, Στροφή στη θεώρηση τούτου του κόσμου, Μπαγκάζια στο τρένο, Κονσέρβα στο ράφι, ένα Θαύμα να γίνει ζητώ. Στα Ίχνη του ’43, Μαντάτα μας φτάνουν Θυμός ενός ζώου, Φιμώνει τ ’αδέρφια ο Δειλός, μία φρούδα Κουβέρτα ασφάλειας στο Μαύρο της σκέψης. Σχέδια στ’ οδόστρωμα από ένα χεράκι: Τριφύλλι, καρδιά και χαμόγελο, μια Τρυφηλή και ανάλαφρη αθώα μορφή, σαν ο Άξονας αποδομείται, Τομή στο Πλεκτό αυτού του άτυχου κόσμου ελπίδα, δεν μίλησα ακόμα μα μόλις την είδα, ελπίδα, πουλί, ελιά και μπαχάρι, ζεστό μαξιλάρι, χαρά, συναδέρφωση, σύνολο, αγάπη, συνέχεια, θέληση, πάλι μαζί, και πλάι μού εσύ και